Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
Kostis Palamas — Die Dichter (1919) von Georgios Roilos. Abgebildet sind verschiedene Dichter der Generation von 1880; in der Mitte Kostis Palamas. Kostís Palamás (gr. Κωστής Παλαμάς; * 13. Januar 1859 in Patras; † 27. Februar 1943 in Athen) war ein ne … Deutsch Wikipedia
Keti Chomata — (griechisch Καίτη Χωματά, Vorname eigentl. Ekaterini Αικατερίνη, * 24. Oktober 1946; † 24. Oktober 2010 in Athen) war eine griechische Sängerin der sogenannten griechischen Neuen Welle. Leben Keti Chomata lebte in der Athener Plaka. Sie… … Deutsch Wikipedia
Хомата, Кэти — Кэти Хомата греч. Καίτη Χωματά Род деятельности: певица Дата рождения … Википедия
ανεξαρτητοποιώ — κάνω κάποιον ή κάτι ανεξάρτητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξάρτητος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο ημερολόγιο Μη χάνεσαι] … Dictionary of Greek
κατατεμαχισμός — ο 1. η κατάτμηση ενός πράγματος σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα, λειάνισμα 2. ιατρ. εγχειρητική αγωγή κατά την οποία ο όγκος εξάγεται, αφού προηγουμένως έχει κοπεί σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεμαχίζω. Η λ.… … Dictionary of Greek
παγερότητα — η 1. η ιδιότητα τού παγερού («η παγερότητα τής ατμόσφαιρας») 2. μτφ. έλλειψη ζωντάνιας, θερμότητας, εγκαρδιότητας («παγερότητα τού ύφους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι] … Dictionary of Greek
παλιάνθρωπος — Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα (18 Αυγούστου 1882 15 Αυγούστου 1883). Εκδότης της ήταν ο Ιωάννης Βαρβέρης, που συνεργάστηκε σε διάφορα σατιρικά φύλλα με το ψευδώνυμο Παλιάνθρωπος. Η εφημερίδα αυτή είχε μεγάλη κυκλοφορία, την οποία όμως έχασε όταν… … Dictionary of Greek
συνυπηρεσία — η, Ν από κοινού ή ταυτόχρονη εκτέλεση υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπηρετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι] … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek